-
1 ванна
ванна ж в разн. знач. το λουτρό, το μπάνιο· η μπανιέ ρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)· принять \ваннау κάνω μπάνιο, солнечные \ваннаы τα ηλιόλου τρα· воздушные \ваннаы τααερο λουτρα· грязевые \ваннаы τα λασπόλουτρα· морские \ваннаы τα θαλασσινά μπάνια* * *ж в разн. знач.το λουτρό, το μπάνιο; η μπανιέρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο
со́лнечные ва́нны — τα ηλιόλουτρα
возду́шные ва́нны — τα αερόλουτρα
грязевы́е ва́нны — τα λασπόλουτρα
морски́е ва́нны — τα θαλασσινά μπάνια
-
2 грязи
грязи мн.: печать \грязиями θεραπεύω με λασπόλουτρα* * *мн.лечи́ть гря́зями — θεραπεύω με λασπόλουτρα
-
3 грязевой
επ.της λάσπης•грязевой курорт λασπόλουτρα, ιλυόλουτρα (τοποθεσία)•
-ые ванны λασπόλουτρα, ιλυόλουτρα (μέσο θεραπείας).
-
4 ванна
1. (сосуд, аппарат) η δεξαμενήη λεκάνη(для купанья) η μπανιέραбланшировочная пищ. - κατεργασίας λαχανικών με ζεστό νερό/ατμόзакрепляющая кфт. - στερέωσηςкрасильная - βαφής/χρωματισμούполоскательная текст. - ξεπλύματος2. (процесс мытья или купанья) το μπάνιοτο λούσιμο3. (лечение) τα λουτράη λουτροθεραπείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванна
-
5 грязевой
грязев||ойприл мед.:\грязевойые ванны τά λασπόλουτρα, τά ίλυόλουτρα· \грязевойое лечение ἡ λασποθεραπεία. -
6 грязи
гряз||илот. мед. ἡ ἱαματική Ιλύς:лечить \грязиями θεραπεύω μέ λασπόλουτρα. -
7 λασπόλουτρο
το грязевая ванна;πλ. грязи;κάνω λασπόλουτρα — принимать грязевые ванны
-
8 грязелечебница
-ы θ.θεραπευτήριο με λασπόλουτρα. -
9 грязелечение
-я ουδ.θεραπεία με λασπόλουτρα.
См. также в других словарях:
Άκουι Τέρμε — (Aqui Terme). Πόλη (19.200 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Ιταλίας στο Πιεμόντε. Στη ρωμαϊκή εποχή ονομαζόταν Aquae Statiellae και ήταν γνωστή για τις ιαματικές πηγές και τα λασπόλουτρά της. Στο κέντρο της πόλης αναβλύζει μια θερμοπηγή, γνωστή με … Dictionary of Greek
λάσπες (ιαματικές) — Χώμα σε μορφή λάσπης, με θεραπευτικές ιδιότητες. Σχηματίζονται συνήθως από αργιλώδες έδαφος αναμεμειγμένο με ιαματικό νερό και, μερικές φορές, με οργανικές ουσίες. Οι λ. αυτές μπορεί να είναι φυσικές ή τεχνητές: τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες … Dictionary of Greek
Μαμάια — (Mamaia). Θέρετρο της Ρουμανίας. Βρίσκεται στον Εύξεινο Πόντο, περίπου 5 χλμ. Β της πόλης Κονστάντζα, πάνω σε μια στενή λωρίδα γης που χωρίζει τη θάλασσα από τη λίμνη Σίουτγκιολ. Είναι γνωστό για το υγιεινό κλίμα του (πολύ ζεστά καλοκαίρια και… … Dictionary of Greek